υπερβαλλόντως

υπερβαλλόντως
5234 ὑπερβαλλόντως
{нареч., 1}
безмерно, сверх меры, чрезвычайно (2Кор. 11:23).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπερβαλλόντως" в других словарях:

  • υπερβαλλόντως — ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ υπερβολήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβαλλόντως — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδενδρος — η, ο / πολύδενδρος, ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ. β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»